- ῥυθμικῆς
- ῥυθμικόςfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… … Dictionary of Greek
μετρονόμος — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ρυθμικής αγωγής ενός μουσικού κομματιού. Αποτελείται από ένα κουτί, πυραμιδοειδούς γενικά σχήματος, μέσα στο οποίο υπάρχει ένας ωρολογιακός μηχανισμός, που θέτει σε κίνηση ένα εκκρεμές. Στο κάτω… … Dictionary of Greek
Ζακ Νταλκρόζ, Εμίλ — (Émile Jacques Dalcroze, Βιέννη 1865 – Γενεύη 1950). Ελβετός συνθέτης και παιδαγωγός. Μετά τις πανεπιστημιακές του σπουδές στη Γενεύη σπούδασε μουσική στο Παρίσι και στη Βιέννη. Έπειτα επέστρεψε στη Γενεύη όπου δίδαξε αρμονία στο ωδείο της πόλης … Dictionary of Greek
άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… … Dictionary of Greek
έγια — παρακελευσματικό επιφώνημα συνήθως στη φράση «έγια μόλα, έγια λέσα», στη διάρκεια ρυθμικής κωπηλασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. eϊa < αρχ. ελλ. εία, + ιταλ. molla, προστακτική τού mollare «χαλαρώνω (το σχοινί)»] … Dictionary of Greek
αλέγκρο — (allegro).Μουσικός όρος που δηλώνει τον γρήγορο και εύθυμο ρυθμό. Η ταχύτητα του ρυθμού προσδιορίζεται από διάφορους άλλους επεξηγηματικούς όρους, για παράδειγμα a. moderato μετρίως γρήγορα, a. vivo γρήγορα και ζωηρά, a. nonanto όχι πολύ γρήγορα… … Dictionary of Greek
αλεγκρέτο — υποκοριστικό τού επιθέτου allegro όρος που χρησιμοποιείται μόνο στη μουσική (Μουσ.) ένδειξη ρυθμικής αγωγής ή «τέμπο» που συνήθως σημαίνει κάπως λιγότερο γρήγορα και ίσως πιο ανάλαφρα από το αλέγκρο μεταξύ ανταντίνο και αλέγκρο … Dictionary of Greek
ανάκρουση — η (Α ἀνάκρουσις) [ἀνακρούω] μετακίνηση προς τα πίσω κατόπιν ωθήσεως, οπισθοδρόμηση, απώθηση νεοελλ. εκτέλεση μουσικού κομματιού από ορχήστρα αρχ. 1. αντίδραση στην αποθάρρυνση 2. (ως μουσ. όρος) αρχή μέλους, προοίμιο, προανάκρουσμα 3. (μετρ.)… … Dictionary of Greek